- κυμοτόμος
- κυμοτόμοςwave-cleavingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυμοτόμος — κυμοτόμος, ον (Α) 1. αυτός που σχίζει ή διασχίζει τα κύματα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυμοτόμος τριγωνική βάση γέφυρας με οξεία αιχμή σαν έμβολο μεγάλου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο τόμος, λαο τόμος] … Dictionary of Greek
κυμοτόμον — κυμοτόμος wave cleaving masc/fem acc sg κυμοτόμος wave cleaving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek